Aφού διδάξαμε και εξετάσαμε τους ξένους σε θέματα κυπριακής διαλέκτου και εξετάσαμε λόγους που κάνουν κάποιο Κύπριο με βούλα, ας δούμε πόσο καλός γνώστης της “γλώσσας” σου είσαι. Κυρίες και κύριες, opikris.com σας παρουσιάζει το κλασσικό παραμύθι του Hans Christian Andersen σε διασκευή κυπριακή με λίγο touch μοντερνισμού (τσας όμως). Για μετάφραση χρησιμοποιήστε αυτό το site. Πόση κυπριακή διάλεκτο αντέχεις;
Μιαν φοράν τζαι έναν τζαιρόν, εις την ατζίαν του ίλαντρου (δάσος -προφανώς), εζιούσεν μιτά της μάνας της μια κορού πουτταρελλού (όμορφη), αναρκοβυζού. Ελαλούσαν την Κοτσινοσκουφίτσα επειδή εφορούσεν έναν σκουφούιν κότσινον που της εχάρισεν η στετέ της.
Μιαν ημέραν, πορνόν πορνον, λαλεί της η μάνα της:
“Ρα αμπάλατη, η στετέ σου έφκαλεν μαλαζαβράγκαν. Σύρε τζε ‘ξω έσσω της να δεις ίντα μπου κάμνει τζαι πάρε της τούτο το ζεμπίλιν με λιξιά τζαι παπίλλαρους που της αρέσκουν. Έγλεπε ρε φκιόρον σαν ρέσσεις που το ίλαντρον, γιατί τζιαχαμέ ζιει τζείνος ο κούλλουφος ο λύκος τζαι είναι μηάλη λέρα. Εν τζαι πολλο αρκεί να σε βάλει βούκκον”.
Η Κοτσινοσκουφίτσα αντάκωσεν, σαν το αππηιτούριν, χαριεντισμένη για το χαλαμάντουρον της στετές της που ήταν στην άλλην ατζίαν του ίλαντρου. Έτσι στα άξιππα, όπως εσώρευκεν φκιόρα για τη στετέν της τζαι ήταν αχάπαρη, επετάχτην ομπρός της η λέρα ο λύκος.
Η Κοτσινοσκουφίτσα, όπως τον είδεν έτσι βιλλομούτσουνον (άσχημο), αντελοσhιάστην. Ξιχάννει την ακρωσhιάν της μάνας της τζαι πολοάται:
“Ρε λύκε άφησ’ με να πάω στο καλόν, εις την στετέ μου τζαι έφκην το βλαντζίν μου να συνάω μολόσhες”.
Ο λύκος πρώτην φοράν άμπλεπεν έτσι τάκκον τζαι ετρέχαν τα σάλια του όπως τες παθκιές του βουρβουλλά (γυμνοσάλιαγκας). Αντιπολοάται τζαι λαλεί της:
“Πού στον γαμόσhιστον (διάβολο) μηνίσκει η στέτε σου;”
Η Κοτσινοσκουφίτσα ένεψεν του κατά τζείττεμερου. Ο λύκος ασκοπά τζαι φεύκει ττάππον, σκάιν νέφος λαλώ σου.
Ώσπου να πεις “θκυό κουτchιά” ο λύκος εβρέθην πό’ ξω που το γριτζιέλιν της βαομένης πόρτας της στετές τζαι εττακουρούσεν (κτυπούσε) με μανίαν:
– Ποιός θκιάολος ένι έτσι ώραν, λαλεί η στετέ.
– Εγιώ είμαι, κοτζιάκαρη, η αγγόνισσα σου.
– Εσού είσαι τον γιόν μου;
– Ποιός γιός σου ρα πετσιά; Η αγγόνισσα σου είμαι.
– Καλάν, καλά. Σύρε τζει το μαντάλιν τζαι η πόρτα έννεν αμπαρωμένη.
Πριχού να τελειώσει την κουβένταν της η κοτζιάκαρη, διά μέσα ο λύκος τζαι μες σε θκυό ππαλιές εκασhάνισεν την. Πάππαλλα η στετέ. Τυλίεται τζαι έναν πατσιαούριν ττόρενο που εβρέθετουν τζιαμέ, σηκώνει το σκλουβέριν τζαι έδωσεν μάνι μάνι μες στα ρούχα, στην καρκόλα της κοτζιάκαρης. Εκαρτερούσεν.
Φτάνει η άλλη η πιθκιαβλοζάμπισα (με λεπτά πόδια) τζαι δια της πόρτας μέσα. Σhαιρετά τη στετέ της τζαι λαλεί της:
– Ρα κοτζιάκαρη μα κάτι άλλαξεν πάνω σου. Είσαι όπως τη ζαομουνταρισμένη. Έδωσεν σου η μαλαζαβράγκα πας τα φκιά. Τωρά που σε θωρώ, ίνταλως εν έτσι τα φκιά σου;
– Για να σου ακρώννουμαι καλλύττερα, βουκκαλλέτικον μου.
– Ζάβαλλι μου. Τζαι γιατί στο στόμα σου εν όπως τον καμμόροτσον;
– Για να σε βάλω βούκκον μιαν τζαι ‘ξω λαλεί της. Χραπ. Εκασhιάνησεν την τζαι τούτην.
Εποστάθην που το πολλύν το μπούκωμαν ο λύκος τζαι ήταν όπως τον πρήσκα. Ο αδκιάντρωπος έδωκεν πάλε μες τα ρούχα τζαι δεν ετάρασσεν ο κουνόσhυλλος.
Έπαθεν όμως μεγάλον καήσhην γιατί έρεσσεν που τζιαμέ ένα τζυνηός με ένα σhιπέττον ννα, που έτυχεν να ακούσει ούλλον το καρκασhιαλλίκην. Διά τζαι τζείνος της πόρτας μέσα τζαι ζητά να μάθει νάμπου (νάμπου ακούεις τζαι συ) γίνεται δαμέσα.
Στην πολλήν την ώραν εκατάλαβεν ότι ο λύκος έπιασεν τον στο μαϊττάπιν (δούλεμα). Ασκόπησεν τζαι κάτι τρίσhες που επετάσσουνταν που την μεσοβυζιάν του λύκου, εκατάλαβεν τα ούλλα ευτής.
Αντακώννει του κάτι αντιναχτές, έκαμεν τον τταούκκαν. Πιάννει μιαν πρότσαν ννα, έκοψεν τον, έκαμεν τον λουβίθκια τζαι εφκήκεν που μέσα η κοτζιάκαρη με την Κοτσινοσκουφίτσα.
Οι γεναίτζες είπαν του τζυνηού “φέκιου”, τζαι επήαν ούλλοι μαζί τζαι εκάμναν κατρατζύλιν στον κήπον. Τζαι η μαλαζαβράγκα επέρασεν την κοτζιάκαρης μια χαρά τζαι θκυό τρομάρες τζαι εφάκκαν κουρτουμπέλλες.
Τζαι ζήσασιν ούλλοι κυπριακά, γέρημα τζαι γάμα τα, τζαι ξέρω ‘γιω (yo!).