Έφτασε η πολυπόθητη μέρα. Η μέρα που περίμενες όλο το χρόνο (άσχετα αν στο ενδιάμεσο επήες ακόμα 2-3 ταξίθκια). Η μέρα των διακοπών σου. Να πνάσεις που τα βάσανα τζαι τη δουλειά.
Εκάλεσες οικογενειακό συμβούλιο για να αποφασίσετε πού εννα πάτε φέτος. Εσκέφτηκες τα options σου. Χμ, για να δούμε.
Μύκονο – επήες
Σαντορίνη – επήες
Αθήνα – επήες (γύρω στες 20 φορές + 1 που επήες φέτος)
Θεσσαλονική – επήες (γύρω στες 3 φορές)
Σκιάθο – επήες
Ταϊλάνδη – επήες (honeymoon άλλως χάνιμου)
Βαρκελώνη – επήες (με τζείνο το group που τους έφυρνες ούλλους που τα γέλια λέγοντας ανέκδοτα αφού δεν εξαπολούσες το μικρόφωνο του λεωφορείου ξενάγησης).
Χανιά- επήες Τι; Τι; Wait a minute. “Ρε αγάπηηηη Χανιά δεν επήαμεν”.
ΟΚ! Ακόμα να πάεις τζιαμέ. Επιτέλους ήβρες τόπο. Εν καλά που εσκέφτηκες να πάεις Χανιά (4 μέρες πακέτο με πρόγευμα σε 4άστερο – όπως το μέλι). Έshει ηλιούιν που τόσον απολαμβάνεις τζαι στη χώρα σου, εν σχετικά κοντά για να μεν ξομακρίσεις πολλά που τη μάνα σου τζαι προπάντων θα έshει τζι άλλους συμπατριώτες σου τζιαμέ και έτσι δεν θα αναγκαστείς να φκεις τζαι πολλά που το comfort zone σου. Πάμε να δούμε το ταξίδι σου που την αρχή ως το τέλος.
Χρησιμοποίησες το διαδίκτυο για να κλείσεις εισιτήρια και νιώθοντας ως νέος hacker ανακάλυψες ότι το πρώτο έχει κι άλλες χρήσεις εκτός από το Facebook. Εν ήβρες με Raynair γιατί άρκησες τζαι έτσι έκλεισες με τις κυπριακές αερογραμμές αστειευόμενος μάλιστα αν θα πιάσεις πίσω τα λεφτά σου σε περίπτωση που κλείσουν. Έπιασες τηλέφωνο τον κουμπάρο τον Κωστή, που έshει double-cabin, να σε πάρει αεροδρόμιο γιατί εκτός που τες 4 βαλίτσες που θα πάρεις, έshεις να πάρεις τζαι: τα tablet των μωρών, το νεσεσέρ της γυνάικας σου που δεν το εχωρούσαν οι τίγκα βαλίτσες τζαι το δεύτερο ζευγάρι με τες παντόφλες σου, που πάλε δεν τες εχωρούσαν οι βαλίτσες.
Τη μέρα της αναχώρησης έβαλες κάτι παουρκές της γεναίκας σου ότι αρκήσετε τζαι εκάπνισες 4 τσιγάρα ώσπου να την περιμένεις να βαφτεί. Έφτασες στο αεροδρόμιο τζαι που τη μανία σου να μουντάρεις στα μαγαζιά του αεροδρομίου (τα οποία, σημείωση, αποκαλείς αφορολόγητα), ξέχασες να ευχαριστήσεις τον κουμπάρο τον Κωστή που σε έφερε. Εστάθηκες στη γραμμή για το check-in κοιτάζοντας συνεχώς τις διπλανές ουρές μπας τζαι έχουν πιο λλίο κόσμο τζαι με την πρώτη ευκαιρία άλλαξες ουρά φωνάζοντας στην οικογένεια: “ελάτε που ποδά, ελάτε που ποδά”. Στο ζύγισμα των βαλιτσών πλήρωσες πρόστιμο γιατί η μια έφκαινεν 10kg παραπάνω. Εν μέσω διαμαρτυριών άνοιξες το τσαντάκι που είshες περασμένο στη μέση τζαι έφκαλες λλία που τα εικοσάευρα της μάτσας που εκουβάλας τζει μέσα (σημείωση: το τσαντάκι περιείχε επίσης panadol, φορτιστή και πολύπριζο).
Ήσουν ο τελευταίος που εμπήκες μες το αεροπλάνο τζαι εβούρας όπως τον πελλόν μες το διάδρομο ενώ εππέφταν σου ψιλά που το τσαντάκι το οποίο δεν επρόλαβες να κλείσεις την ώρα που επλήρωνες για τις 4 κούτες τσιγάρων που εγόρασες. Ο λόγος της βιασύνης σου ήταν ότι άκουσες από τα μεγάφωνα την εξής απαράδεκτη ανακοίνωση:
“Παρακαλείται ο κύριος I-don’t-give-a-shit-about-the-rest-of-the-passengers να μεταβεί στη θύρα 9 για αναχώρηση”
Στο άκουσμα της “θύρας 9” φώναξες “ΟΜΟΝΟΙΑΑΑ” τζαι άρκεψες το βούρος. Εμπήκες μες το αεροπλάνο, έφκαλες το μόπαιλ τζαι έστειλες μήνυμα της μάνας σου ότι αναχωρείτε τζαι είσαστε καλά.
Κατά τη διάρκεια του ταξιθκιού δεν έβαλες γλώσσαν μέσα γιατί ήβρες έναν γνωστό σου τζαι επήες τζαι εμίλας του εμποδίζοντας τζαι την κίνηση μες τον διάδρομο. Η μόνη στιγμή που έκαμες διάλειμμα ήταν όταν ήρτεν το φαΐ τζαι αφού το έφαες ούλλον εφρόντισες να πεις της γυναίκας σου ότι “εν χάλια το φαΐ του αεροπλάνου”.
Έκατσεν το αεροπλάνο (εχειροκρότησες) τζαι εβούρησες προς το σημείο παραλαβής αποσκευών. Λες τζαι αν πάεις πρώτος έννα φκουν πιο γλήορα οι βαλίτσες. Καθώς περίμενες είδες τη γυναίκα με τα κοπελλούθκια τζαι ένεφκες τους μανιωδώς να έρτουν προς το μέρος σου σαμπώς τζαι δεν είδαν ότι εστέκεσουν μόνος σου τζιαμέ (να μεν σου πω ότι έβαλες τζαι μιαν σφυρκάν στο άκουσμα της οποίας οι παρευρισκόμενοι εντός του χώρου εκαταλάβαν πόθεν είσαι). Άρπαξες (με όλη τη σημασία της λέξης) ταξί και στη διαδρομή προς το ξενοδοχείο φρόντισες να ενημερώσεις τον οδηγό ότι είσαι που την Κύπρο στέλνοντας παράλληλα μήνυμα στη μάνα σου ότι εφτάσετε τζαι είσαστεν καλά.
Έφτασες στο ξενοδοχείο και απόθεσες τις βαλίτσες. Έιπες: “τέλειο το ξενοδοχείο” τζαι δεν εξανα ασχολήθηκες. Έφυες βουρητός για να δεις βιτρίνες καταστημάτων. Αφού δεν τα επρόλαβες ανοικτά τουλάχιστον ήθελες να ξέρεις που πριν τι θα γοράσεις τις επόμενες μέρες. Τα κοπελλούθκια σου στην αρχή εμείναν τζαι εθορούσαν εσένα τζαι τη γυναίκα σου χάσκοντας διερωτώμενα αν “εν στα καλά τους οι γονιοί μας τζαι γλύφουν τες βιτρίνες;”. Σύντομα όμως μπήκαν κι αυτά στο νόημα του τι θα κάνουν πολύ συχνά πλέον για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Ξαφνικά απέκτησες την αίσθηση του χρόνου και αντιλήφθηκες ότι είναι ώρα για μάσα. Βουρ για το λιμανάκι για να θωρείς τζαι τη θάλασσα τζαι να λαλείς “ώχο μάνα μου”. Ψαροταβέρνα παρακαλώ γιατί “οι καλαμαράες εν παίζουνται πας το ψάρι”. Το πρώτο πράμα που έκαμες ήταν να ζητήσεις το wi-fi για προφανείς λόγους (ξέρεις… για να ποστάρεις το φαΐ) αλλά κυρίως για μεν στερηθούν τα μωρά το tablet. Επαράγγειλες μπαρμπούνι φρέσκο – γιατί ξέρεις που καλό ψάρι – τζαι καλαμάρι με πατάτες για τα μωρά (κάτι έχουμεν με το καλαμάρι εμείς οι Κυρπαίο που τον τζαιρό που είμαστε μιτσιοί). Τζαι ρετσίνα φυσικά γιατί δεν γίνεται να πάεις σε ελληνικό νησί τζαι να μεν πιείς ρετσίνα.
Έφαες τζαι έσπασες, επλήρωσες τζαι είπες “πάμφθηνα, καμία σχέση με την Κύπρο” (έτσι για να μεν χάσεις καμιά ατάκα) τζαι έδωκες μες τα καταστήματα των σουβενίρ λες τζαι δεν εξαναείδες δαμέ στην Κύπρο. Μάλιστα εγόρασες τζαι ένα μαχαιράκι που έγραφε πάνω στη λεπίδα: “Εγώ δεν είμαι Κρητικός μα νιώθω παιδί της Κρήτης, στο μαντιναδοπλέξιμο γίνομαι Ψηλορείτης”. Αυτή ήταν και η πιο κοντινή επαφή που είχες με τον Ψηλορείτη κατά τη διάρκεια των διακοπών σου – τι Τρόοδος, τι Ψηλορείτης. Άμαν δεις ένα βουνό, είδες τα ούλλα.
Την επόμενη μέρα επήες στάνταρ παραλία. Δεν εσταμάτησες να φκάλλεις φωτογραφίες που το υπέροχο τοπίο τζαι έννιωθες αγαλίαση που εν τόσον ωραίες οι παραλίες τους δακάτω. “Στην Κύπρο εν έχουμεν έτσι παραλίες” είπες της γεναίκας σου – ξεχάνοντας προς στιγμή τα ποστ που έκαμνες share σε εκείνο το άρθρο που έλεγε: “Στην Κύπρο οι καλύτερες παραλίες της Ευρώπης”. Επαράγγειλες τζαι ένα “μαύρο” αναψυκτικό αλλά επειδή το beach-boy εν εκαταλάβαινεν – ο αχάπαρος – τι προσπαθούσες να παραγγείλεις επετάχτην η γυναίκα σου τζαι είπεν: “Kόα-κολα”. Τα μωρά αφήνοντας τα tablet για μια μέρα, εξαπολυθήκαν όπως τα shυλλούθκια που τα έshεις δημμένα ουλλή μέρα τζαι άμαν τα πάρεις βόλτα αφηνιάζουν. Εδιερωτάσουν τι επάθαν τα μωρά τζαι κάμνουν ούλλον πελλάρες αφού υπό κανονικές συνθήκες δεν κάμνουν ποττέ έτσι.
Maybe we should give them their tablets back!
Δίπλα σου είshεν κάτι άλλους Κυπραίους (ευτυχώς) τζαι έπιασες κουβέντα μαζί τους. Εγίνετε τόοοσο κολλητοί που τη νύχτα εκανονίσετε τζαι επήετε για φαΐ… στην ίδια ταβέρνα που ήσουν εψές γιατί είπες τους “ξέρω μια ταβέρνα που κάμνει πολλά ωραίο ψάρι”. Το αεροπλάνο δεν έκατσεν ακόμα τζαι εσύ έμαθες την Κρήτη παθκιά παθκιά. Έπιασε σε τζαι η μάνα σου τζείνη τη νύχτα να σε ρωτήσει αν τρώτε τζαι αν εν καλά τα φαγιά. Τα κοπελλούθκια σου δεν ανταλλάξαν κουβέντα με τα κοπελλούθκια του άλλου ζευγαριού. Μοναδική εξαίρεση κοινωνικής επαφής ήταν ότι εγίναν friends μες το Facebook. Εσύ εσυζητούσες για φούρπο με τον νεοαποκτηθέντα φίλο τζαι η γυναίκα σου εσυζητούσεν με τη γυναίκα του άλλου για κάτι Louis Vuitton μαϊμού που είδε τζαι εσκέφτετουν να γοράσει. Κολλητάρια από παλιά όλη η τρελοπαρέα.
Την επομένη ενοικίασες αυτοκίνητο τζαι επήες εκδρομή να εξερευνήσεις την Κρήτη. Αφού έκοψες 20Km έξω που τα Χανιά τζαι έφκαλες 2-3 φωτογραφίες χωραφκιών εσταμάτησες σε ένα εστιατόριο. Εκεί έπιασες κουβέντα με τον εστιάτορα, συζητήσατε για το ’74, είπεν σου “σας νιώθουμε εσάς του Κύπριους γιατί είμαστε και μεις νησί, είμαστε αδέλφια” και ένιωσες υπερήφανος που για 30 λεπτά αποτέλεσες πρεσβευτής του Cyprus Problem στο εξωτερικό. Τα 20Km ήταν καλά σου. Επέστρεψες γλήορα πίσω για να προλάβεις τα καταστήματα ανοικτά τζαι να μεν μείνεις την τελευταία μέρα τζαι να βουράς. Εγόρασες πράματα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπιαννες από Κύπρο. 3 βερμούδες, 2 πουκάμισα Boss (απομίμηση) – όλα για 50 ευρώ τζαι μετά που ανελέητο παζάρι. Τα μωρά επιάσαν παπούτσια Nike. H γυναίκα σου αγόρασε την προαναφερθείσα τσάντα (την οποία χρησιμοποίησε μια φορά και εγκατέλειψε στην ντουλάπα) και διάφορα accessories που “δεν έshει με τίποτε στην Κύπρο”. Επιάσετε τζαι μια βαρκούαν μπιμπελό ξύλινη που έγραφεν “Κρήτη” πάνω. Εσκέφτηκες ότι δεν θα φαίνουνται τα γράμματα της βαρκούας αν την γυρίσεις που την άλλη την ώρα που θα την βάλεις πάνω στη βιβλιοθήκη του σπιθκιού σου, άρα εν θαν πατρονιά . Α! Εγόρασες τζαι ένα ρολόι Oozoo γιατί ήταν σε τιμή ευκαιρίας.
Τελευταία μέρα! Μέρα για χαλάρωση και ξεκούραση από το περιπετειώδες ταξίδι. ΟΜΩΣ… τζείνη τη μέρα επήες σε τόσους τόπους όσους δεν επήες τες τρεις προηγούμενες. Μα ίντα κάστρα είδες, ίντα μουσεία, ίντα βόλτες με την άμαξα. Δώστου φωτογραφίες (να μεν πάεις πίσω τζαι να δείξεις μόνο τα χωράφκια) με τες selfies να έχουν τον κύριο λόγο. Έγινες τόσο loud την τελευταία μέρα που έδειξες στους “πουshτοκαλαμαράες” τους ξενέρωτους ότι είσαι from Cyprus τζαι ξέρεις τι πάει να πάει να πει περνώ καλά. Τζαι μετά ξανά στα σουβενίρ shop για να πιάσεις: κέντημα της μάνας σου, σκουλαρίκια της αδερφής σου τζαι αλλό ένα μαshαιρούιν για το γαμπρό σου. Να μεν πουν τα πλάσματα ότι επήες πίσω τζαι δεν τους έφερες τίποτε. Μετά παραλία για ακόμα μια φορά… έστω για ένα τελευταίο πιτσιάλισμα.
Μέρα αναχώρησης. Έφυες τόσο βιαστικά που το ξενοδοχείο που εξέχασες τες παντόφλες, τα ξυριστικά σου τζαι το φορτιστή τζαι έβαλες τα με τη γεναίκα σου πάλε ότι εν τζείνη που φταίει που αρκήσετε (ω, αφέντη του σπιτιού). Έφτασες τελευταίος στο check in (νο γουέι) τζαι εβούρας πάλε στα “αφορολόγητα”. Έπιασες Absolut Vodka τούτην την στράτα καθώς άκουγες και πάλι να ανακοινώνουν το όνομά σου από τα μεγάφωνα. “Άφηστους να περίμενουν ολάν, εννα φύουν χωρίς εμάς;” είπες και η γυναίκα σου σε έβλεπε γεμάτη περηφάνια σκεφτόμενη πόσο macho άντρα έχει. Στο αεροπλάνο ετζοιμήθηκες όπως το γαούρι με το στόμα ανοιχτό τζαι το σαλιούι να τρέχει που τα δεξιά. Είσαι δικαιολογημένος. Εκατασκοτώθηκες.
Έφτασες. Αυτή τη φορά δεν εχρειάστηκε να βουρήσεις για τες βαλίτσες. Παρεπιπτόντως έφυες με 4 βαλίτσες τζαι ήρτες πίσω με 5, όλως παραδόξως. Ήρτεν ο κουμπάρος ο Κωστής να σε παραλάβει. Αφού άκουσεν ούλλον το αεροδρόμιο τα καλωσορίσματα, λες τζαι επαναπατρίστηκες λείποντας στο Αμέρικα για χρόνια, εκάτσετε μες το αυτοκίνητο τζαι επιάσετε το δρόμο της επιστροφής. Εκάλεσες τον κουμπάρο την επομένη για σούβλα για να τον ευχαριστήσεις για τον κόπο του τζαι για να του δείξεις τες φωτογραφίες. Όταν σε ερώτησε πώς περάσατε του απάντησες:
“Πόμπα κουμπάρε μου, αλλά σαν την Κύπρον… “
Κάνετε Like στη σελίδα μας στο Facebook για να ενημερώνεστε για νέες αναρτήσεις